Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Εισήγηση με θέμα «Τριαδολογία και Χιλιασμός»

Εισήγηση Πρωτ. π. Θεοδώρου Παπαγιάννη στη συνάντηση του γραφείου επί των αιρέσεων με θέμα:

«Τριαδολογία και Χιλιασμός»

10 Μαρτίου 2013

 

Η σημερινή Συνάντησή μας θα έχει ως βασικό θέμα της την Τριαδολογία, τον λόγο περί της Αγίας Τριάδος, σε σχέση με τις πεποιθήσεις της Εταιρείας “Σκοπιά”  των λεγομένων “Μαρτύρων του Ιεχωβά”.  Ο Σεβασμιώτατος κ. Αθηναγόρας στον ενθρονιστήριο λόγο του αναφέρθηκε στον επανευαγγελισμό των πιστών. Είναι αλήθεια πως οι κατηχούμενοι που προσέρχονται,  παρακολουθούν τις Κατηχήσεις και επιθυμούν να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση από πολλούς πιστούς, διότι μπορούν να εντρυφήσουν σε ώριμη ηλικία στα δόγματα της πίστεως.
Εκ των πραγμάτων, καθίσταται απαραίτητη η ενασχόληση με την Αγία Γραφή και με την Δογματική της Εκκλησίας μας, για να αντλήσουμε επιχειρήματα και αποδείξεις  κι έτσι να ενισχύσουμε την βεβαιότητα μέσα μας περί της ορθής πίστης μας. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να ψάξουμε για την αυθεντικότητα, την Αλήθεια με αποδείξεις. Έτσι, θα αναφερθούμε αρχικά στην έκθεση του Δόγματος της Αγίας Τριάδος, ακολούθως θα εντοπιστούν βασικά χωρία της Αγίας Γραφής, σχετικά με το Δόγμα, και στο τέλος θα γίνει λόγος για ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην διασάφηση και διατύπωση του Δόγματος αυτού από την Εκκλησία. Γι’ αυτό κι η αναφορά μας θα περιλαμβάνει μόνο τις δύο πρώτες Οικουμενικές Συνόδους. Όλα αυτά με κάθε δυνατή συντομία. Ας σημειωθεί τέλος, ότι η αναφορά μας περιστρέφεται γύρω από το Τριαδολογικό Δόγμα, από την σχέση των τριών προσώπων, κι όχι γύρω από το πρόσωπο του Χριστού ή του Αγίου Πνεύματος. Αυτά θα εξεταστούν σε προσεχείς συναντήσεις μας.

1. Ο Τριαδικός Θεός

Η πίστη στον Τριαδικό Θεό είναι το πρώτο Δόγμα της Εκκλησίας μας, το «κεφάλαιον της πίστεως», κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Πιστεύουμε σε ένα Θεό, ο οποίος είναι ένας κατά την ουσία αλλά διακρίνεται σε τρία Πρόσωπα ή Υποστάσεις: του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ο Θεός δηλ. είναι «Μονάς, άμα και Τριάς», «Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι».
Η ενότητα της Ουσίας σημαίνει μία μόνο ουσία, στην οποία ενώνονται ασυγχύτως τα τρία πρόσωπα, όχι διαιρώντας την, αλλά μετέχοντας από κοινού. Η ουσία είναι το «κοινόν» κι απ’ αυτήν απορρέουν και τα φυσικά ιδιώματα του Θεού και είναι κοινά και για τα τρία πρόσωπα, όπως η παγγνωσία, η αγιότητα, η παντοδυναμία, η πανταχού παρουσία του Θεού, κ.α. Για παράδειγμα, όπως ο Πατήρ είναι παντοδύναμος, είναι και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, πλην όμως δεν είναι τρεις παντοδύναμοι, αλλά ένας.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας ένα «τμήμα» της Ύπαρξης του Θεού είναι τελείως άγνωστο, αμέθεκτο, και απρόσιτο στον άνθρωπο. Το άγνωστο «τμήμα» της ύπαρξης του Θεού ονομάζεται «Θεία Ουσία» ή «Θεία Φύση». Η Θεία Ουσία αποτελεί την πραγματική ύπαρξη (το όντως «είναι») του Θεού, και ο άνθρωπος αδυνατεί, να τη γνωρίσει, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν αντέχει την κοινωνία (επαφή) με αυτήν. Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στην αδυναμία του ανθρώπου, να γνωρίσει την Ουσία του Θεού, γράφει, ότι ο Θεός είναι «...φως απρόσιτον, ο είδεν ουδείς ανθρώπων, ουδέ ιδείν δύναται...» (Α΄ Τιμ. 6, 16), ενώ στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός λέει στο Μωυσή: «...Ου δυνήση ιδείν το Πρόσωπόν Μου. Ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το Πρόσωπόν Μου και ζήσεται...» (Εξδ. 33, 20). Θα μπορούσαμε, να παρομοιάσουμε την Ουσία του Θεού με την ουσία του Ήλιου. Όπως, δηλαδή, ο άνθρωπος δεν μπορεί, όσο και να το θέλει, να μπει στον πυρήνα του Ήλιου, επειδή το σώμα του δεν αντέχει την ηλιακή ακτινοβολία και θερμότητα, έτσι, είναι αδύνατον, να έρθει ο άνθρωπος σε επαφή με την Ουσία του Θεού, και να ζήσει.
Η διάκριση των Προσώπων πρέπει να εννοείται με αποκλειστική έννοια κι όχι μεριστικώς, σαν να μερίζεται η μία ουσία, ούτε τροπικώς, ως τρεις όψεις ή τρία προσωπεία του ενός Θεού, όπως πρέσβευε ο Σαβέλλιος έναν αιώνα πριν τον Άρειο. Η Καινή Διαθήκη διδάσκει τριάδα προσώπων κι όχι δυάδα ή τετράδα, όπως πίστευαν σε κάποιες αρχαίες αιρέσεις. Επομένως στο Θεό, ενώ διακρίνουμε τριάδα προσώπων, δεν διαιρούμε την Θεότητα, δεν χωρίζουμε την Ουσία.
Τα πρόσωπα ή υποστάσεις είναι το «ίδιον», που επιτρέπει την διάκριση μεταξύ τους. Ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός είναι γεννητός εκ του Πατρός, το δε Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό (πηγάζει, τρόπον τινά) εκ του Πατρός. Τα ιδιώματα αυτά λέγονται υποστατικά και διακρίνουν τα τρία πρόσωπα. Όπως καταλαβαίνουμε, αρχή και αιτία της ύπαρξης των άλλων δύο προσώπων είναι μόνο ο Πατήρ. Όμως, δεν υπήρξε καιρός που υπήρχε μόνο ο Πατήρ, ούτε αργότερα γέννησε τον Υιό κι εκπόρευσε το Άγιο Πνεύμα, όπως υποστήριζε ο Άρειος με το γνωστό «ἦν ποτέ, ὅτε οὐκ ἦν (ο Υιός), που σημαίνει «υπήρξε εποχή που δεν υπήρχε ο Υιός». Για να το κατανοήσουμε βαθύτερα, αρκεί να υποθέσουμε ότι από την στιγμή (sic) που υπήρξε Πατήρ, γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Αν και αυτή η εικόνα δεν είναι τόσο δόκιμη, γιατί ο Θεός δεν έχει αρχή χρονική, είναι άχρονος. Ούτε υπάρχει χρόνος που ο Πατήρ – και ο Υιός και το Πνεύμα - δεν υπήρχε. Και λέμε ότι γεννά και εκπορεύει, γιατί στον Θεό δεν υπάρχουν βαθμίδες χρόνου, παρελθόν, παρόν, μέλλον. Είναι τα πάντα ένα διαρκές παρόν.
Στην αΐδια σχέση της Αγίας Τριάδος, τα πρόσωπα δεν συγχέονται μεταξύ τους, αλλά συνυπάρχουν και περιχωρούνται και αναπαύονται, ο Πατήρ εν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, ο Υιός εν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι και το Άγιο Πνεύμα εν τω Πατρί και τω Υιώ. Η θέληση και η ενέργεια του ενός προσώπου δεν είναι δυνατόν να συγκρούεται με τα άλλα, λ.χ. ο Πατήρ δεν θέλει και δεν ενεργεί διαφορετικά από τα άλλα πρόσωπα, ομοίως και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα.
Ας σημειωθεί και πάλι, ότι ο Πατήρ είναι ολόκληρος ο Θεός, ολόκληρος ο Θεός ο Υιός, ολόκληρος ο Θεός το Άγιο Πνεύμα, γιατί μετέχουν της αυτής ουσίας – προσέξτε – όχι της ίδιας, αλλά της αυτής. Ποια η διαφορά; Όλοι μας έχουμε την ανθρώπινη ουσία – είμαστε άνθρωποι. Διαφοροποιούμαστε μόνο στο πρόσωπο – τα προσωπικά μας χαρακτηριστικά. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος μετέχουν στην αυτή ουσία, σαν ένα δένδρο με ενιαίο κορμό και τρία κλαδιά.
Κανένα από τα θεία πρόσωπα δεν είναι ανώτερο και κανένα δεν υποβιβάζεται. Δεν υφίσταται υποταγή του Υιού, ούτε του Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα. Ωστόσο, υπάρχει η «μοναρχία» του Πατρός ως αιτίου της ύπαρξης του άλλων προσώπων κι όχι ως εξουσιαστή έναντι των άλλων.
Για να ελαφρύνουμε λίγο το κλίμα, ας δούμε πόσο εύστοχα παρομοιάζει το μυστήριο της Αγίας Τριάδος με τον ήλιο ο Άγ. Αθανάσιος Αλεξανδρείας, που ήταν από τους στυλοβάτες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Σε μια επιστολή του προς τον Σεραπίωνα επίσκοπο Θμούεως, ο οποίος ζητούσε ακριβέστερα να μάθει για το «πῶς ἔστι Θεός», τον παροτρύνει να παρατηρήσει τον φυσικό κόσμο. «Παρατήρησε τον ήλιο, τον φωτεινό πλανήτη που ζωοποιεί την πλάση», του λέει. «Σίγουρα ευεργετείσαι από το φως που διαχέει κι από την θαλπωρή της θερμότητας. Όμως αυτά τα τρία – ο πλανήτης, το φως και η θερμότητα – είναι ένας και ο αυτός ήλιος».

2. Αγιογραφική κατοχύρωση

Ας έλθουμε τώρα σύντομα να δούμε που συναντώνται τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος στην Αγία Γραφή.
Στην Παλαιά Διαθήκη, ιδιαίτερα στο βιβλίο της Γενέσεως, υπάρχουν μυστηριώδη χωρία, που εγείρουν έντονο ενδιαφέρον.
Στη δημιουργία του ανθρώπου αναφέρεται: «Kαὶ εἶπεν ὁ Θεός  πο ί η σ ω μ ε ν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡ μ ε τ έ ρ α ν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν… Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἱκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτὸν» (Γέν. α’  26-27). Ο Θεός δεν είπε «ας κάνω άνθρωπον» αλλ’  είπε «ας κάνουμε άνθρωπο, σύμφωνα με την εικόνα μας».
Στον πύργο της Βαβέλ: «Καὶ εἶπε Κύριος … Δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αῦτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν… Ἐκεῖ συνέχεε Κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς» (Γέν. ια’ 6-9). «Ελάτε», λέει  ο Θεός «να κατεβούμε και να επιφέρουμε σύγχυση στην γλώσσα τους».
Επιπλέον, στα κεφάλαια ιη’ και ιθ’ περιγράφεται η γνωστή φιλοξενία των τριών ανδρών προς τον Αβραάμ.  Οι ουράνιοι αυτοί προσκεκλημένοι ομιλούν συγχρόνως  σαν ένα στόμα κι ο Αβραάμ άλλοτε απευθύνεται σ’ αυτούς, προσφωνώντας τους στον πληθυντικό «Κύριοι» κι άλλοτε στον ενικό «Κύριε». Οι δύο κατευθύνονται στα Σόδομα κι ο ένας μένει στην δρυ τη Μαμβρή με τον Αβραάμ. «Καὶ Κύριος ἐβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορα θεῖον καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ». Οι ερμηνευτές υποστηρίζουν ότι οι δύο –  ο Υιός και το Πνεύμα - είναι ένας Κύριος και ο Κύριος στην σκηνή του Αβραάμ είναι ο Πατήρ.
Είναι πάμπολλα τα χωρία της Π. Δ. και δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε σε όλα.
Ας δούμε κάποια χωρία και στην Καινή Διαθήκη.
Μετά την ανάστασή Του ο Χριστός αποστέλλει τους μαθητές του στην οικουμένη λέγοντας: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄναμα τοὺ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ.  κη’  19).
Πριν από την σύλληψή Του ο Χριστός υπόσχεται την έλευση του Αγίου Πνεύματος: «Ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὃ πέμψει ὁ Πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα, καὶ ὑπομνήσει πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ιωάν. ιδ’ 26). Το Πνεύμα πέμπεται από τον Πατέρα για να διδάξει και να υπενθυμήσει όσα είπε ο Χριστός.
«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς αληθείας, ὃ παρα τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ιωάν. ιε’ 26). Το Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα.
Ενδεικτικά αναφέρθηκαν κάποια χωρία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Παρατηρούμε ότι αυτό που φαίνεται συγκεκαλυμμένο και μυστηριώδες στην Παλαιά, ο Χριστός το αποκαλύπτει φανερά στην Καινή Διαθήκη.

3. Η αποσαφήνιση του Δόγματος

Από τα προαναφερθέντα, έγινε, νομίζουμε, κατανοητό το Δόγμα της Αγίας Τριάδος. Επειδή όμως αντιμετωπίζαμε και θα αντιμετωπίζουμε αιτιάσεις σχετικά με την «αποστασία από την γνήσια διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών του», οφείλουμε να γνωρίζουμε, πως διαμορφώθηκε το Δόγμα της Εκκλησίας μας, υπό ποιές συνθήκες και πώς είμαστε βέβαιοι ότι δεν χάσαμε την Αλήθεια, όπως μας κατηγορούν οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά». Όλα αυτά με κάθε δυνατή συντομία.
Η Εκκλησία, ήδη από τους αποστολικούς χρόνους, άρχισε να βιώνει αυτά που ο Ιδρυτής της είχε φανερώσει περί ψευδοχρίστων και ψευδοπροφητών. Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται o Ιούδας και ο Θευδάς, που αποσχίστηκαν από την κοινότητα των Ιεροσολύμων. Κατά τον β΄ αι. μ. Χ. υπήρξαν κι άλλα σχίσματα κι αιρέσεις, π.χ. των γνωστικών, των μοντανιστών, των δονατιστών κ.ά. Δεν είναι, βέβαια, του παρόντος να αναφερθούμε σ’ αυτούς.  Η Εκκλησία, παρόλα αυτά, συνέχιζε την πορεία της, αποκόπτοντας από το σώμα Της όσους δίδασκαν αντίθετα από τον λόγο του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων.
Εξαιτίας όλων αυτών υπήρξε επιτακτική η ανάγκη, μέλη της  Εκκλησίας που είχαν την ικανότητα, να εξέλθουν από τον στενό κύκλο της κοινότητας και να διαλεχθούν, να απολογηθούν ακόμη και προς  τους  εθνικούς, δηλ. τους ειδωλολάτρες, ιδίως για τις κατηγορίες περί ανθρωποθυσιών και πόσεως αίματος. Η τακτική αυτή, ονομάστηκε απολογητική και επεκτάθηκε προς πάσα κατεύθυνση. Η εξωστρέφεια αυτή ωφέλησε την Εκκλησία, από την πλευρά του ότι εισέρχονταν στο Χριστιανισμό άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, και από τον  ειδωλολατρικό χώρο, ακόμη και φιλόσοφοι.
Έτσι εισήλθε στον χώρο της Εκκλησίας η αρχαία φιλοσοφία και υπηρέτησε αργότερα τον τρόπο εκφράσεως των δογμάτων της πίστεως, άλλοτε επιτυχώς κι άλλοτε ανεπιτυχώς. Και το λέμε αυτό, γιατί υπήρχαν πολλοί, που είχαν μείνει αγκιστρωμένοι στον φιλοσοφικό στοχασμό, στο γράμμα και το πνεύμα. Για παράδειγμα, ο Απολλινάριος Λαοδικείας (γ΄ αι.), πρόδρομος του Αρείου, έλεγε αναφορικά με την Αγία Τριάδα ότι «ουκ έστιν φύσιν απρόσωπον ειπείν», δηλ. «δεν μπορούμε να δεχτούμε φύση χωρίς πρόσωπο», (μία φύσις = ένα πρόσωπο) επηρεασμένος από το αριστοτελικό θεώρημα. Η πίστη στο Θεό, όμως, προϋποθέτει υπέρβαση της λογικής και των σχημάτων του κόσμου που έχουν περιορισμούς.
Ύστερα από μεγάλες ζυμώσεις, κατά την διάρκεια ιδίως του γ’ αι., η Εκκλησία εισέρχεται σε νέα φάση τον δ’ αι. Την περίοδο αυτή, μεγάλη  υπήρξε η συμβολή του Μεγάλου Αθανασίου και των Καππαδοκών Πατέρων: του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου  και του Γρηγορίου Νύσσης . Η αντιρρητική  του Πατέρων επικεντρώνεται στο «πῶς ἔστι Θεός», πώς υπάρχει ο Θεός. Οι Πατέρες, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, χρησιμοποίησαν όρους της αριστοτελικής φιλισοφίας, όπως «ουσία», «φύσις», ὑπόστασις», «πρόσωπον», «ωσαύτως ών», κ.ά. για να δηλώσουν τον τρόπο υπάρξεως του Θεού, που ήταν ακανθώδες ζήτημα. Σίγουρα η Εκκλησία οδηγήθηκε στην διασάφησή του, εξαιτίας της αιρέσεως του Αρειανισμού, που εξαπλωνόταν ραγδαία από την Βόρ. Αφρική στην Παλαιστίνη και την Μικρά Ασία. Ο Άρειος, ένας ιερέας από την Λιβύη, δίδασκε ότι ο Υιός, δεν είναι δυνατό να είναι ίσος με τον Πατέρα, όπως και ο φυσικός υιός υπολείπεται του πατέρα του. Μάλιστα έλεγε ότι ο Υιός είναι κτίσμα, δημιούργημα και μάλιστα το πρώτο κτίσμα του Πατρός – ότι δηλ. περίπου και οι απόγονοί του, οι σημερινοί «Μάρτυρες του Ιεχωβά».
Αυτό οδήγησε στην αντιμετώπιση της αιρέσεως αυτής σε οικουμενική κλίμακα. Αν και είχαν προηγηθεί κάποιες τοπικές σύνοδοι καταδικαστικές για την αίρεση αυτή, ήταν απαραίτητη η σύγκληση μεγάλης Συνόδου – Οικουμενικής - με εκπροσώπηση όσο περισσότερων Εκκλησιών ήταν δυνατό, από ανατολή και δύση. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα το 325 μ. Χ. στην Νίκαια της Βιθυνίας, εξέδωκε είκοσι (20) Κανόνες και καταδίκασε τον Αρειανισμό με το περίφημο Σύμβολο, που είναι το ακόλουθο:
«Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεὸν Πατέρα παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε και ἀοράτων ποιητήν.
Πιστεύομεν εἰς ἕνα κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς ουσίας τοῦ πατρός, Θεὸν εκ Θεοῦ ἀληθινου, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῳ πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν τῳ ούρανῳ καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καὶ σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα, καὶ ἀναστάντα τῇ τριτῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς.
Καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Τοὺς δὲ λέγοντας, ὁτι ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν, καὶ πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν, καὶ ὅτι ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας φάσκοντας εἶναι, [ἢ κτιστόν,] τρεπτὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, [τούτους] ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ [καὶ ἀποστολικὴ] ἐκκλησία.»
Η Εκκλησία κλήθηκε να αντιμετωπίσει αυτή την αίρεση και το έκανε, άπαξ διά παντός. Λίγα χρόνια μετά, με την Β’ Οικουμενική Σύνοδο το 381 μ. Χ. στην Κωνσταντινούπολη, κλήθηκε να αντιμετωπίσει την αίρεση του Μακεδονίου, που αμφισβητούσε την θεότητα του Αγίου Πνεύματος, όπως την αμφισβητούν και οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά». Η Β’ Σύνοδος εξέδωσε το γνωστό μας Σύμβολο της Πίστεως , συμπληρώνοντας τα υπόλοιπα άρθρα που αφορούν στο Άγιο Πνεύμα και την Εκκλησία. Σημειωτέον, ότι, όπως φαίνεται κι από τα Πρακτικά των Συνόδων, στο κέντρο πάντοτε τοποθετούνταν το ιερό Ευαγγέλιο κι όποιος λάμβανε τον λόγο προσπαθούσε να στηρίξει την άποψή του με γνώμονα πάντα την αλήθεια των Γραφών.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό, ότι αυτό που υποστηρίζεται από τους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» περί αποστασίας της Εκκλησίας μετά τον 1ο αιώνα, δεν ευσταθεί. Σε συζητήσεις μαζί τους μπορεί κανείς να καταλάβει το μέγεθος της αμάθειας που τους διακρίνει.
Η αποκοπή από την δισχιλιετή Παράδοση της Εκκλησίας έχει επιφέρει σωρεία πλανών στην Εταιρεία Σκοπιά. Μερικές απ’ αυτές: η άρνηση της θεότητας του Υιού-Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, η εμμονή τους στο ότι το όνομα του Θεού είναι «Ιεχωβά» - που αποτελεί παράφραση του εβρ. «Γιαχβέ» δηλ. «Κύριος», η άρνηση της αθανασίας της ψυχής και της ανάστασης των νεκρών, η θεωρία ότι η Εκκλησία είναι όργανο του Σατανά, η εμμονή τους στην τρομολαγνεία του Αρμαγγεδώνα που θα σημάνει κατ’ αυτούς τον ερχομό της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού επί της γης, κ.ά Σ’ αυτά θα αναφερθούμε εν ευθέτω χρόνω. Μιλούν για «αποστασία» της Εκκλησίας από την αλήθεια, χωρίς να είναι σε θέση να την προσδιορίσουν χρονικά. Για να συμβεί ένα τέτοιο γεγονός, θα πρέπει να αναζητηθούν – σύμφωνα με την ιστορική έρευνα -  και τα δεδομένα που οδήγησαν εκεί, όπως σαφές χρονικό σημείο, αίτια, αφορμές και προ πάντων ιστορικά γεγονότα. Όλα αυτά απουσιάζουν, γιατί οι ίδιοι έχουν αποκοπεί από την ιστορική συνέχεια του Χριστιανισμού, από την Ιστορία. Εάν έχουν αυτοί την αλήθεια και μετά από δεκαεπτά (17) αιώνες την επανέφεραν στον κόσμο, τότε ο Χριστός μάς είπε ψέματα. Ο Χριστός όμως έδωσε την υπόσχεση ότι θα είναι μαζί μας «πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος», χωρίς διακοπή. Αυτή είναι η χαρά και η βεβαιότητα της Αλήθειας και της σωτηρίας μας.

Σας ευχαριστώ!